- μπαρμπούνια
- ταβοτ. ποικιλία φασολιών που, όταν ωριμάσουν, παίρνουν κόκκινο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φασολιών λόγω τού χρώματός τους που μοιάζει με το κόκκινο χρώμα τών μπαρμπουνιών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριγλοβόλος — ον, Α αυτός που ψαρεύει μπαρμπούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ἰχθυο βόλος] … Dictionary of Greek
τριγλοφόρος — ον, Α 1. αυτός που φέρει τρίγλες, που έχει μπαρμπούνια 2. φρ. «τριγλοφόρος χιτών» δίχτυ για αλιεία τρίγλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγλη «μπαρμπούνι» + φόρος*] … Dictionary of Greek
φασολιά — Ποώδη φυτά και οι καρποί και τα σπέρματά τους. Ανήκουν στην οικογένεια των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών και στην οικογένεια των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Εξαιτίας των θρεπτικών ιδιοτήτων τους καλλιεργούνται πολύ και καταναλώνονται… … Dictionary of Greek
Αιξωνή — Αρχαίος δήμος της Αττικής, τόπος της Κεκροπίας φυλής, που ονομάστηκε έτσι από τον επώνυμο ήρωα Αίξωνα. Βρισκόταν κοντά στον Αλικούντα (σημερινό Ελληνικό Γλυφάδα) και ήταν ένας από τους πιο πλούσιους δήμους της Αττικής. Είχε ναό της Ήβης. Οι… … Dictionary of Greek